- κρυφοφάγωμα
- τοφάγωμα ενός πράγματος στα κρυφά, με προφύλαξη, χωρίς να γίνεται αντιληπτός αυτός που τρώει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφοφάγωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κρυφοτρώγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek